κομπλεξικός

κομπλεξικός
-ή, -ό
αυτός που κατέχεται από κόμπλεξ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομπλεξικός — ή, ό [κόπλεξ] συμπλεγματικός …   Dictionary of Greek

  • συμπλεγματικός — ή, ό, Ν [σύμπλεγμα] (ψυχολ.) α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύμπλεγμα β) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από σύμπλεγμα και ιδίως από σύμπλεγμα κατωτερότητας, κομπλεξικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”